- ποδώ
- -όω, ΝΜ [πους, ποδός]1. ναυτ. τεντώνω τους πόδες τών ιστίων για να τα δέσω2. μέσ. ποδοῡμαιέχω πόδια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδῶ — ποδόω tighten pres subj act 1st sg ποδόω tighten pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναποδώ — ἀναποδῶ ( όω) (Α) 1. βαδίζω προς τα πίσω, επιστρέφω 2. (για σκορπιούς) ανακτώ τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ποδῶ < πούς] … Dictionary of Greek
καταποδώ — καταποδῶ, έω (Μ) ακολουθώ κάποιον καταπόδας, από πίσω, βαδίζω στα ίχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποδῶ «οδηγώ» (< πούς)] … Dictionary of Greek
ποδιαίος — α, ο / ποδιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ. β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν. γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ. δ. «ποδιαίου μέτρου» … Dictionary of Greek
ποδωστήρας — ο, Ν ποδοκίνητος μοχλός, πατήθρα, πεντάλ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποδωσ τού αορ. τού ποδώ + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
ποδωτήρας — ο, Ν ναυτ. συν. στον πληθ. οι ποδωτήρες οι απώστες από τις δύο μεριές τής στείρας ιστιοφόρου για το τέντωμα τού πρόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδώ + επίθημα τήρας (πρβλ. οδοστρω τήρας). Η λ., στον πληθ. ποδωτήρες, μαρτυρείται από το 1858 στο… … Dictionary of Greek
ποδωτός — ή, όν, Α [ποδώ] 1. (για ιστίο) δεμένος με τον πόδα, το καλώδιο στην κάτω γωνία του 2. αυτός που έχει πόδια … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πόδου — Ν ναυτ. (προστακτ. τού ρ. ποδώ) εκτελεστικό παράγγελμα τού πολεμικού ναυτικού για το κατέβασμα ενός ιστίου … Dictionary of Greek
πόδωση — η, Ν [ποδώ] το τράβηγμα τών ποδών χαλαρωμένου ιστίου … Dictionary of Greek